- Ἰσιασταί
- Ἰσ-ιασταί, οἱ,A guild of worshippers of Isis, at Rhodes, IG12(1).157,165(i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ισιασταί — Ἰσιασταί, οἱ (Α) [Ίσις] (στη Ρόδο) θίασος λάτρεων τής Ίσιδος … Dictionary of Greek